Προς το περιεχόμενο
  • 0

Υπολογισμός βαθμού συγγένειας.


επισκέπτη JeorgeGan

Ερώτηση

Γεια σας.Θα ήθελα αν κάποιος συνάδελφος γνωρίζει να με βοηθήσει.Ακόμα καλύτερα δικηγόρος.

Άτεκνος αδελφός(Α) του Β(παππού) αφήνει με καθολικό καταπίστευμα σε 2 εγγόνια του Β ακίνητα αντικειμενικής αξίας περίπου 500.000ε και έτος επαγωγής του καταπιστεύματος το 2012.

Φόροι κληρονομιάς θα πληρωθούν απο τους καταπιστευματοδόχους μετά την αποδοχή.

Κατα τον θάνατο του Α,τα εγγόνια ήταν ορφανά απο πατέρα και ο παππούς τους είχε αποβιώσει.Τώρα και τα 2 παιδιά είναι ενήλικα.

Ερωτώ λοιπον.Για τον υπολογισμό του βαθμού συγγένειας το γεγονός οτι τα παιδιά ήταν ορφανά απο πατέρα και ούτε ο παππούς τους ζούσε συντελεί σε πιο ευνοικο υπολογισμο??Γνωρίζεται σχετικό άρθρο??Η τα παιδιά αναγκαστικά θα υπαχθούν στην Γ φορολογική κλίμακα και θα τους έρθουν φόροι τουλάχιστον 220000 Ε?

Ευχαριστώ προκαταβολικά.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

12 απαντήσεις σε αυτή την ερώτηση

Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • 0
επισκέπτη Επισκέπτης

Αυτό που ξέρω είναι πως ο βαθμός συγγένειας είναι ο αριθμός των γεννήσεων που συνδέουν τα δύο άτομα. Εδώ πχ κάθε παιδι συνδέεται με 4 γεννήσεις μεχρι τον αδερφό του παππού του και μάλιστα εκ πλαγίου. Αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει. Απόφορολογική σκοπιά νομίζω ότι τα παιδία θεωρούνται ψιλοί κύριοι από την ημερα θανάτου του κληρονομούμενου μέχρι την επαγωγή. Δεν είμαι 100% σίγουρος όμως γι'αυτό τα λέω με επιφύλαξη.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Ούτε ένας που να γνωρίζει?

Βαθμοί συγγένειας

Όταν δηλ. λέμε συγγένεια 2ου ή 3ου βαθμού, εννοούμε ότι έχουν μεσολαβήσει 2 ή 3 γεννήσεις. Τα αδέλφια έχουν μεταξύ τους συγγένεια 2ου βαθμού, διότι έχουν προέλθει απο δύο γεννήσεις.

Συγγένεια: Ο οικογενειακός δεσμός ή οικογενειακή σχέση.

Υπάρχει Συγγένεια «έξ αίματος» που δημιουργείται από την καταγωγή του ενός απο τον άλλο, με τις γεννήσεις και Συγγένεια «εξ αγχιστείας» που δημιουργείται με το γάμο μεταξύ του συζύγου και των συγγενών «εξ αίματος» της συζύγου του και αντίστροφα.

Ο βαθμός συγγένειας είναι συνάρτηση του αριθμού των γεννήσεων που έχουν μεσολαβήσει. (!!!)

Όταν δηλ. λέμε συγγένεια 2ου ή 3ου βαθμού, εννοούμε ότι έχουν μεσολαβήσει 2 ή 3 γεννήσεις. Τα αδέλφια έχουν μεταξύ τους συγγένεια 2ου βαθμού, διότι έχουν προέλθει απο δύο γεννήσεις.

Τα ξαδέλφια έχουν συγγένεια 4ου βαθμού, διότι μεσολαβούν 4 γεννήσεις, ο θείος και ανεψιός έχουν συγγένεια 3ου βαθμού (3 γεννήσεις), παππούς-εγγονός 2ου βαθμού κ.ο.κ.

Το ίδιο ισχύει και για τη συγγένεια εξ αγχιστείας. Για να βρούμε τη συγγένεια εξ αγχιστείας του άνδρα με τους συγγενείς της γυναίκας του, μετράμε γεννήσεις που μεσολαβούν στο «σόϊ» της.

Childrens Relationship and legal hypostasis law 1991.pdf

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
επισκέπτη Μπάμπης

Συγγένεια η οποία να σε κατατάσει σε διαφορετική κλίμακα απο τη Γ κατηγορία δεν υπάρχει. Η συγγένεια την οποία έχουν μεταξύ τους είναι νομίζω 4ου βαθμού διότι ξεκινάμε απο την κοινή ρίζα και υπολογίσζουμε γεννήσεις όπως σωστά αναφέρεται παραπάνω απο τον a.a., οπότε καταλήγουμε στον 4 βαθμό συγγενείας. Ψάξε λίγο το θέμα με την φορολόγηση του καταπιστεύματος. Καλό θα ήταν να κοιτάξεις μήπως υπολογίζονται οι φόροι βάση των συγγενειών των αρχικών δικαιούχων όταν το βεβαρυμένο περιέρχεται σε αυτούς και κατόπιν υπολογίζεται βάση της συγγένειας των αρχικών κληρονόμων και των καταπιστευματοδόχων. Δεν είμαι σίγουρος για αυτό που σου λέω απλά κάνω μια σκέψη την οποία δεν προλαβαίνω αυτή τη στιγμή να επαληθεύσω.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Συγγένεια η οποία να σε κατατάσει σε διαφορετική κλίμακα απο τη Γ κατηγορία δεν υπάρχει. Η συγγένεια την οποία έχουν μεταξύ τους είναι νομίζω 4ου βαθμού διότι ξεκινάμε απο την κοινή ρίζα και υπολογίσζουμε γεννήσεις όπως σωστά αναφέρεται παραπάνω απο τον a.a., οπότε καταλήγουμε στον 4 βαθμό συγγενείας. Ψάξε λίγο το θέμα με την φορολόγηση του καταπιστεύματος. Καλό θα ήταν να κοιτάξεις μήπως υπολογίζονται οι φόροι βάση των συγγενειών των αρχικών δικαιούχων όταν το βεβαρυμένο περιέρχεται σε αυτούς και κατόπιν υπολογίζεται βάση της συγγένειας των αρχικών κληρονόμων και των καταπιστευματοδόχων. Δεν είμαι σίγουρος για αυτό που σου λέω απλά κάνω μια σκέψη την οποία δεν προλαβαίνω αυτή τη στιγμή να επαληθεύσω.

Η σύσταση του καταπιστεύματος στο κείμενο της διαθήκης, δεν είναι αναγκαίο να δηλώνεται με χρήση πανηγυρικών φράσεων, ούτε καν της λέξης «καταπίστευμα".

Με την διαθήκη του, ένα πρόσωπο μπορεί να καθορίσει την τύχη της περιουσίας του μετά τον θάνατό του, κατονομάζοντας, υπό τους περιορισμούς του νόμου, αυτούς που επιθυμεί να το κληρονομήσουν. Δεν αποκλείεται όμως ο διαθέτης να θεωρήσει σκόπιμο να συστήσει με την διαθήκη του καταπίστευμα, ορίζοντας, σύμφωνα με το άρθρο 1923 του Αστικού Κώδικα, ότι ένα πρόσωπο, ο βεβαρυμμένος, θα αποκτήσει μεν την κληρονομιαία περιουσία ή ένα ποσοστό της, αλλά μόνο μέχρι την επέλευση ενός συγκεκριμένου γεγονότος ή την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος, οπότε και θα υποχρεούται να την παραδώσει σε ένα άλλο, ρητώς οριζόμενο πρόσωπο, που ονομάζεται καταπιστευματοδόχος.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ως βεβαρυμμένοι δεν μπορεί να οριστούν περισσότεροι του ενός κληρονόμοι. Δεν αποκλείεται μάλιστα η υποχρέωση αυτή να αφορά ακόμα και όλους τους κληρονόμους ως προς την κληρονομική μερίδα που τους αντιστοιχεί. Ομοίως, με την ιδιότητα του καταπιστευματοδόχου ενδέχεται να περιβληθούν περισσότερα του ενός πρόσωπα, ανάλογα με τη βούλησή του διαθέτη.

Ωστόσο, ο διαθέτης δεν μπορεί να ορίσει καταπιστευματοδόχο του καταπιστευματοδόχου. Σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, η υποχρέωση για παράδοση της κληρονομίας μπορεί να επιβληθεί μόνο μια φορά, δηλαδή μόνο στον βεβαρυμμένο κληρονόμο και όχι, και, στον καταπιστευματοδόχο. Μάλιστα σε περίπτωση που τεθεί τέτοιος όρος στη διαθήκη καθίσταται αυτοδικαίως άκυρος, αφού η συγκεκριμένη διάταξή είναι αναγκαστικού δικαίου.

Η σύσταση του καταπιστεύματος στο κείμενο της διαθήκης, δεν είναι αναγκαίο να δηλώνεται με χρήση πανηγυρικών φράσεων, ούτε καν της λέξης «καταπίστευμα», μπορεί δε να γίνει και με έμμεση δήλωση του διαθέτη, αρκεί να συνάγεται από τη διαθήκη η βούλησή του να γίνει κάποιος κληρονόμος του μόνο για ορισμένο διάστημα και μετέπειτα να περιέλθει η κληρονομία του σε άλλο πρόσωπο.

Ο βεβαρυμμένος υποχρεούται, μέχρι την απόδοση του καταπιστεύματος, να διαχειρίζεται την κληρονομιαία περιουσία επιδεικνύοντας την επιμέλεια που επιδεικνύει και στις δικές του υποθέσεις, φέροντας ευθύνη στην περίπτωση βαριάς αμέλειας. Στα πλαίσια της τακτικής διαχείρισης, ο βεβαρυμμένος μπορεί να συνάπτει έγκυρα συμβάσεις, ενώ δεν αποκλείεται να διαθέσει και αντικείμενα της κληρονομιάς, με συγκατάθεσή του καταπιστευματοδόχου, και να παραδώσει στον τελευταίο οτιδήποτε προήλθε από την εκποίησή τους.

Ο καταπιστευματοδόχος, από την πλευρά του, έχει δικαίωμα προσδοκίας κληρονομίας από το θάνατο του διαθέτη και μέχρι την επαγωγή του καταπιστεύματος. Ως φορέας αυτού του δικαιώματος, γίνεται δεκτό ότι δικαιούται να αιτηθεί δικαστικής προστασίας, και συγκεκριμένα να ζητήσει την επιβολή ασφαλιστικών μέτρων, σε περίπτωση που η διαχείριση του καταπιστεύματος από τον βεβαρυμμένο, αποκλίνει από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος (1937§2 ΑΚ) και μπορεί να επιφέρει την προσβολή ή την ματαίωση του παραπάνω δικαιώματος του.

Το καταπίστευμα επάγεται αυτοδικαίως στον καταπιστευματοδόχο, μόλις παρέλθει ο χρόνος ή επέλθει το γεγονός που καθορίστηκε ρητώς στη διαθήκη, το οποίο όμως δεν απαιτείται να είναι και βέβαιο. Σε περίπτωση δε που με την διαθήκη ορίστηκε καταπιστευματοδόχος χωρίς παράλληλα να ορισθεί τέτοιο γεγονός, η κληρονομία περιέρχεται στον καταπιστευματοδόχο με τον θάνατο του βεβαρυμμένου αρχικού κληρονόμου, όπως ορίζεται στο άρθρο 1935 ΑΚ.

Ο καταπιστευματοδόχος με την επαγωγή της κληρονομίας καθίσταται κληρονόμος - καθολικός διάδοχος του διαθέτη, ο δε βεβαρυμμένος υποχρεούται να του αποδώσει άμεσα το καταπίστευμα, στην κατάσταση που αυτό όφειλε να βρίσκεται, μετά την τακτική διαχείριση. Ενδεχόμενοι καρποί και λοιπά ωφελήματα αποδίδονται στον βεβαρυμμένο κληρονόμο, ο οποίος δικαιούται επιπλέον να ζητήσει οτιδήποτε κατέβαλλε για δαπάνες, πέραν όσων διενεργήθηκαν στο πλαίσιο της τακτικής διαχείρισης ή όσων αποτελούν τακτικά βάρη της κληρονομιάς.

Σε περίπτωση ωστόσο που ο βεβαρυμμένος αρνηθεί να αποδώσει το καταπίστευμα, ο καταπιστευματοδόχος μπορεί να προστατευτεί έναντι του ασκώντας την αγωγή περί κλήρου του άρθρου 1871 επ. ΑΚ και να διεκδικήσει τα έννομα δικαιώματα του.

Περαιτέρω, ο καταπιστευματοδόχος έχει το δικαίωμα να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομιά, μετά την επαγωγή της σε αυτόν. Αν η αποδοχή ή η αποποίηση προηγηθεί της επαγωγής λογίζεται ως άκυρη. Η ακυρότητα όμως αυτή δεν είναι αρχική, αλλά επιγενόμενη, δηλαδή ισχύει αποκλειστικά από το χρόνο της επαγωγής του καταπιστεύματος και, επιπλέον, δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική, δηλαδή μπορεί να προβληθεί υπέρ του καταπιστευματοδόχου και μόνο.

Τέλος, από φορολογικής άποψης, ο καταπιστευματοδόχος θεωρείται ψιλός κύριος της περιουσίας που θα του αποδοθεί, (ενώ ο βεβαρυμμένος ως επικαρπωτής) και θα φορολογηθεί κατά τον χρόνο που θα περιέλθει σε αυτόν η κληρονομιά, ο φόρος όμως θα υπολογιστεί στην αξία της πλήρους κυριότητας της περιουσίας κατά τον χρόνο παράδοσής της σε αυτόν από τον βεβαρυμμένο κληρονόμο και με βάση την σχέση του με τον αρχικό διαθέτη.

Πηγή:www.capital.gr

Κληρονομικό καταπίστευμα

Του Χρήστου Ηλιόπουλου*

5 Σεπτεμβρίου 2009

Μπορεί κάποιος να μην γίνει κληρονόμος αμέσως μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου, αλλά αργότερα, σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο; Η απάντηση είναι καταφατική. Στο ελληνικό δίκαιο υπάρχει η δυνατότητα αυτή σε δύο κύριως περιπτώσεις. Η μία είναι η περίπτωση της αποποίησης της κληρονομίας από τον αρχικό κληρονόμο, οπότε κάποιος άλλος μπορεί να γίνει κληρονόμος, ο οποίος αρχικώς δεν είχε κληρονομικό δικαίωμα.

Επί παραδείγματι, εάν αποβιώσει η σύζυγος και αφήσει τον σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά, οι τελευταίοι μπορούν να αποποιηθούν της κληρονομίας, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τον θάνατο, εκτός εάν είναι κάτοικοι εξωτερικού, οπότε η προθεσμία είναι ένα έτος. Μετά την αποποίηση του συζύγου και των παιδιών της θανούσης, κληρονόμοι καθίστανται τα αδέλφια ή και οι γονείς της θανούσης, εάν υπάρχουν.

Η άλλη περίπτωση κατά την οποία κάποιος γίνεται κληρονόμος, όχι όμως από την αρχή, αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο είναι το κληρονομικό καταπίστευμα. Ο σύζυγος αφήνει διαθήκη, σύμφωνα με την οποία, επιθυμεί το σπίτι στο οποίο κατοικεί να μεταβιβασθεί στην σύζυγό του, η οποία όμως δεν θα έχει δικαίωμα να το πουλήσει ή να το διαθέσει κατ’ άλλον τρόπο (π.χ. δωρεά), χωρίς την συναίνεση της θυγατέρας τους, στην οποία και θα περιέλθει το σπίτι μετά τον θάνατο της συζύγου του διαθέτη. Χρονικό σημείο μπορεί να ορισθεί όχι μόνο ο θάνατος του αρχικού κληρονόμου (εδώ, της χήρας του διαθέτη), αλλά και άλλα γεγονότα, π.χ. όταν η θυγατέρα τους γίνει 18 ετών.

Η θυγατέρα του διαθέτη δεν καθίσταται κληρονόμος από την αρχή, από τον θάνατο δηλαδή του πατρός της. Αρχικώς, κληρονόμος γίνεται η σύζυγος (χήρα) του διαθέτη, η οποία όμως έχει έναν περιορισμό. Δεν δύναται να πωλήσει ή να μεταβιβάσει με άλλον τρόπο το σπίτι, διότι ο διαθέτης ορίζει ρητώς στην διαθήκη του ότι η επιθυμία του είναι μετά τον θάνατο και της συζύγου του, που είναι η αρχική κληρονόμος, το σπίτι να περιέλθει στην θυγατέρα τους, η οποία ονομάζεται καταπιστευματοδόχος.

Εννοείται ότι όσο ζει η αρχική κληρονόμος, σύζυγος του διαθέτη, αυτή δύναται να μεταβιβάσει το σπίτι, εφόσον συναινέσει σ’ αυτό και η θυγατέρα τους, εφόσον εκείνη, ως καταπιστευματοδόχος, δηλαδή απώτερη δικαιούχος που έχει δικαίωμα προσδοκίας στο ακίνητο, δικαιούται να συναινέσει στην μεταβίβαση και κατ’ αυτόν τον τρόπο ουσιαστικώς να παραιτηθεί των δικαιωμάτων της από το καταπίστευμα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο ζει η κληρονόμος, δηλ, η σύζυγος του διαθέτη, όλες οι αγωγές και γενικώς οι δικαστικές πράξεις που αφορούν την κληρνομία πρέπει να επιδίδονται σ’ αυτήν και όχι στην θυγατέρα, η οποία δεν είναι ακόμα κληρονόμος, αλλά έχει μόνο δικαίωμα προσδοκίας κτήσεως της κληρονομίας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν κάποιος θέλει να ενάγει τους κληρονόμους του διαθέτη, θα στραφεί εναντίον και θα κοινοποιήσει το δικόγραφο στην κληρονόμο, δηλαδή στην χήρα του διαθέτη, ενώ εάν το κοινοποιήσει και στην θυγατέρα του, που είναι καταπιστευματοδόχος, η κοινοποιήση σ’ εκείνην δεν θα έχει νομικό αποτέλεσμα, διότι η θυγατέρα δεν είναι ακόμα κληρονόμος. (Σχετική η υπ’ αριθ. 1361/2008 απόφαση του Γ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου).

. *Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι

Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,

Master of Laws

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Προσπαθώντας να βοηθήσω σε ένα σχετικά απλό θέμα που όμως μας έχει ταλαιπωρήσει κατά καιρούς όλους δίνω το παρακάτω έγγραφο:

Βαθμοί συγγενείας με σχεδιάγραμμα.pdf

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Ευχαριστώ για τις απαντήσεις σας.Συνεπώς,πιθανόν να μην υπαρχει σχετική ρύθμιση σε αυτο που ρώτησα και αρχικά.

Και ο λόγος που εστιάζω σε αυτό το θέμα είναι διότι φαίνεται ξεκάθαρα η θέληση του διαθέτη να προστατέψει και να εξασφαλίσει τα 2 τέκνα κυρίως λόγω τις κατάστασης που ευρίσκοντο.(ορφανά απο πατέρα και χωρις αξιοπρόσεχτα περιουσιακά στοιχεία)

Επαναφέρω το ερώτημα:

-Για τον υπολογισμό του βαθμού συγγένειας το γεγονός οτι τα παιδιά ήταν ορφανά απο πατέρα και ούτε ο παππούς τους ζούσε συντελεί σε πιο ευνοικο υπολογισμο??Γνωρίζεται σχετικό άρθρο??Η τα παιδιά αναγκαστικά θα υπαχθούν στην Γ φορολογική κλίμακα και θα τους έρθουν φόροι τουλάχιστον 220000 Ε?

-Σε περίπτωση που δέν υπάρχει ευνοική μεταχείριση και τα παιδιά βρεθούν υπόχρεα στο αγαπημένο μας Δημόσιο με τίμημα σχεδόν την μισή αντικειμενική αξία της περιουσίας(και μιλάμε για ένα ποσό τουλ. 220000Ε όπως προανέφερα) θα μπορέσουν να κινηθούν δικαστικά και να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο?

Είναι λεπτό το θέμα διότι είναι πολλά και τα λεφτά.Και πόσο άδικο να μην λαμβάνεται υπόψιν η πραγματική θέληση του διαθέτη και να πρέπει να ξαναπληρωθεί η μισή περιουσία χωρίς κανένα άλλο ουσιαστικό κριτήριο..

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
επισκέπτη Επισκέπτης

Ευχαριστώ για τις απαντήσεις σας.Συνεπώς,πιθανόν να μην υπαρχει σχετική ρύθμιση σε αυτο που ρώτησα και αρχικά.

Και ο λόγος που εστιάζω σε αυτό το θέμα είναι διότι φαίνεται ξεκάθαρα η θέληση του διαθέτη να προστατέψει και να εξασφαλίσει τα 2 τέκνα κυρίως λόγω τις κατάστασης που ευρίσκοντο.(ορφανά απο πατέρα και χωρις αξιοπρόσεχτα περιουσιακά στοιχεία)

Επαναφέρω το ερώτημα:

-Για τον υπολογισμό του βαθμού συγγένειας το γεγονός οτι τα παιδιά ήταν ορφανά απο πατέρα και ούτε ο παππούς τους ζούσε συντελεί σε πιο ευνοικο υπολογισμο??Γνωρίζεται σχετικό άρθρο??Η τα παιδιά αναγκαστικά θα υπαχθούν στην Γ φορολογική κλίμακα και θα τους έρθουν φόροι τουλάχιστον 220000 Ε?

-Σε περίπτωση που δέν υπάρχει ευνοική μεταχείριση και τα παιδιά βρεθούν υπόχρεα στο αγαπημένο μας Δημόσιο με τίμημα σχεδόν την μισή αντικειμενική αξία της περιουσίας(και μιλάμε για ένα ποσό τουλ. 220000Ε όπως προανέφερα) θα μπορέσουν να κινηθούν δικαστικά και να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο?

Είναι λεπτό το θέμα διότι είναι πολλά και τα λεφτά.Και πόσο άδικο να μην λαμβάνεται υπόψιν η πραγματική θέληση του διαθέτη και να πρέπει να ξαναπληρωθεί η μισή περιουσία χωρίς κανένα άλλο ουσιαστικό κριτήριο..

Δε γίνετε να αλλάξει ο βαθμός συγγένειας. Για προσφυγή στο δικαστήριο πρέπει να βεβαιωθεί το 25% του φόρου νομίζω

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Γεια σας.Θα ήθελα αν κάποιος συνάδελφος γνωρίζει να με βοηθήσει.Ακόμα καλύτερα δικηγόρος.

Άτεκνος αδελφός(Α) του Β(παππού) αφήνει με καθολικό καταπίστευμα σε 2 εγγόνια του Β ακίνητα αντικειμενικής αξίας περίπου 500.000ε και έτος επαγωγής του καταπιστεύματος το 2012.Φόροι κληρονομιάς θα πληρωθούν απο τους καταπιστευματοδόχους μετά την αποδοχή.

Κατα τον θάνατο του Α,τα εγγόνια ήταν ορφανά απο πατέρα και ο παππούς τους είχε αποβιώσει.Τώρα και τα 2 παιδιά είναι ενήλικα.

Ερωτώ λοιπον.Για τον υπολογισμό του βαθμού συγγένειας το γεγονός οτι τα παιδιά ήταν ορφανά απο πατέρα και ούτε ο παππούς τους ζούσε συντελεί σε πιο ευνοικο υπολογισμο??Γνωρίζεται σχετικό άρθρο??Η τα παιδιά αναγκαστικά θα υπαχθούν στην Γ φορολογική κλίμακα και θα τους έρθουν φόροι τουλάχιστον 220000 Ε?

Ευχαριστώ προκαταβολικά.

Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Τόπος: ΑΘΗΝΑ

Αριθ. Απόφασης: 1669

Ετος: 1994

--------------------------------------------------------------------------------

Περίληψη

Φορολογία - Φόρος κληρονομιας - Κληρονομικό Καταπίστευμα - Κληρονόμος - Κληροδόχος -. Η φορολογική υποχρέωση του βεβαρημένου κληρονόμου, γεννάται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου και ανάγεται στην επικαρπία των συνιστώντων το αντικείμενο του καταπιστεύματος κληρονομουμένων στοιχείων. Η γέννηση της αντίστοιχης φορολογικής υποχρέωσης του καταπιστευματοδόχου, μετατίθεται στο χρόνο της επαγωγής του καταπιστεύματος, και έχει ως αντικείμενο την αξία, κατά το χρόνο αυτό, της πλήρους κυριότητας της αποκαθισταμένης στον καταπιστευματοδόχο περιουσίας. Η υποχρέωση αυτή του καταπιστευματοδόχου είναι αυτοτελής εν σχέσει προς εκείνη του βεβαρημένου, και η μετάθεση του χρόνου γεννήσεώς της είναι υποχρεωτική τόσο για το φορολογούμενο όσο και για την φορολογική αρχή. Τυχόν καταβολή φόρου για την πλήρη κυριότητα της καταπιστευματικής περιουσίας από τον βεβαρημένο κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν ασκεί επιρροή στην φορολογική υποχρέωση του καταπιστευματοδόχου, απλώς υπάρχει αξίωση του βεβαρημένου για την απόδοση του ποσού που κατεβλήθη πέραν του οφειλομένου.

--------------------------------------------------------------------------------

Κείμενο Απόφασης

Αριθμός 1669/1994

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Μαϊου 1992 με την εξής σύνθεση : Γ. Κουτνατζής, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της αρχαιοτέρας του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Δ. Κωστόπουλος, Ε. Γαλανού, Σύμβουλοι, Ν. Σκλίας, Ι. Γράβαρης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αγγ. Οικονομίδου, Γραμματέας του Β Τμήματος.

Γ ι α να δικάσει την από 1η Ιουνίου 1988 αίτηση :

Τ η ς Θ. θυγ. Ε.Μ., κατοίκου Αθηνών, οδός Η. αριθ. .., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Απόσολο Μαλάμη (Α.Μ. 558), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κ α τ ά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Π. Κιούση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ.

913/1988 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Ι. Γράβαρη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου, κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την υπό κρίσιν αίτηση, για την άσκηση της οποίας κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (υπ' αριθ. 5019125 και 5019216/1988

διπλότυπα Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, υπ' αριθ. 1845080 και 1845122/1988, σειράς Α, ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ' αριθ. 913/1988 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποίαν απερρίφθη έφεση της αναιρεσειούσης κατά της υπ' αριθ. 15402/1986 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση απερρίφθη προσφυγή της αιτούσης κατά της υπ' αριθ. 12197/1985 πράξεως του Οικονομικού Εφόρου Β Κεφαλαίου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθή αίτημά της περί ανακλήσεως της υπ' αριθ. 1803/1983 δηλώσεώς της φόρου κληρονομίας.

2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 7 του Ν. 1641/1919 "Περί φορολογίας των κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων" (ΦΕΚ Α 4), προκειμένου περί καθολικού ή οικογενειακού καταπιστεύματος καθώς και κάθε άλλης

διατάξεως που επιβάλλει στον κληρονόμο ή τον κληροδόχο την υποχρέωση να αποκαταστήσει μετά το θάνατό του ή την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος το

σύνολο ή μέρος της περιουσίας σε άλλο πρόσωπο, ο υπόχρεως σε αποκατάσταση κληρονόμος ή κληροδόχος εξομοιούται, για την επιβολή φόρου κληρονομίας, με επικαρπωτή, εκείνος δε στον οποίο πρόκειται να αποκατασταθεί η περιουσία, με ψιλό κύριο. Κατά δε το άρθρο 3 του αυτού νόμου, στο οποίο παραπέμπει η ως άνω διάταξη, επί διαιρέσεως της επικαρπίας από της κυριότητας υπόκειται αμέσως σε φόρο μόνον η επικαρπία (παρ. 1), η δε ψιλή κυριότης, πλήν της περιπτώσεως μεταβιβάσεώς της επ' ανταλλάγματι (παρ. 10), φορολογείται μετά την καθ' οιονδήποτε τρόπον επάνοδο σ' αυτήν της επικαρπίας, επί τη βάσει της τότε αξίας της πλήρους κυριότητος (παρ. 8, 9). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, λαμβανομένων εν συνδυασμώ και προς εκείνες των άρθρων 2 και 68 παρ. 2 του ιδίου

ως άνω νόμου, κατά τις οποίες ως χρόνος γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως θεωρείται, κατ' αρχήν, ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας, επί συστάσεως κληρονομικού καταπιστεύματος κατά τα άρθρα 1923 κ.επ. του Αστικού Κώδικος, η φορολογική υποχρέωση του βεβαρημένου κληρονόμου γεννάται αμέσως@@δηλαδή με το θάνατο του κληρονομουμένου, ανάγεται δε στην επικαρπία και μόνον των συνιστώντων το αντικείμενο του καταπιστεύματος κληρονομιαίων στοιχείων αντιθέτως, η γέννηση της αντιστοίχου φορολογικής υποχρεώσεως του καταπιστευματοδόχου μετατίθεται εκ του νόμου στο χρόνο, κατ' αρχήν, της επαγωγής του καταπιστεύματος, έχει δε ως αντικείμενο την κατά το χρόνο αυτό αξία της πλήρους κυριότητος της αποκαθισταμένης στον καταπιστευματοδόχο περιουσίας. Εξ, άλλου, η τελευταία αυτή φορολογική υποχρέωση του καταπιστευματοδόχου είναι αυτοτελής εν σχέσει προς εκείνη του βεβαρημένου, η δε

κατά τ' ανωτέρω μετάθεση του χρόνου γεννήσεώς της είναι υποχρεωτική τόσο για τη

φορολογική αρχή όσο και για το φορολογούμενο. Συνεπώς, η τυχόν κατά το θάνατο του κληρονομουμένου και παρά τους ορισμούς των ως άνω διατάξεων καταβολή φόρου εκ μέρους του βεβαρημένου με καταπίστευμα κληρονόμου όχι μόνον για την επικαρπία αλλά για την πλήρη κυριότητα της καταπιστευτικής κληρονομιαίας περιουσίας δεν ασκεί επιρροή επί της αντιστοίχου, άμα της επαγωγή του καταπιστεύματος, φορολογικής υποχρεώσεως του καταπιστευματοδόχου απλώς δε υπάρχει αξίωση του καταβάλλοντος τον επί πλέον φόρο βεβαρημένου, για την απόδοση του πέραν του οφειλομένου καταβληθέντος ποσού. Τέλος, κατά τον αυτό ως

ανωτέρω τρόπο ερρυθμίσθησαν τα προεκτεθέντα ζητήματα και με τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1, 15 παρ. 1 και 16 παρ. 1 του νεωτέρου Ν.Δ/τος 118/1973 "Περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων" (ΦΕΚ Α 202), το οποίο, κατά το άρθρο του 125 άρχισε να ισχύει από 1.1.974, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 122 παρ. 1 κατέλαβε και περιπτώσεις κατά τις οποίες η φορολογική υποχρέωση είχε γεννηθή - δυνάμει του προϊσχύσαντος δικαίου - από 1ης

Ιανουαρίου 1972 μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του προεβλέφθη δε απλώς, κατά το

άρθρο 16 παρ. 5 περίπτ. ε αυτού (όπως αρχικώς ίσχυε), η δυνατότης του ψιλού κυρίου (και, συνακολούθως, του εξομοιουμένου προς αυτόν καταπιστευματοδόχου) να

υποβάλει, εντός των ανατρεπτικών προθεσμιών των άρθρων 62 και 64, αίτημα περί αμέσου φορολογήσεως της ψιλής κυριότητος.

3. Επειδή, εν προκειμένω, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο κατά το 1968 αποθανών θείος της αναιρεσειούσης Ε.Μ., με την από 14.2.1968 ιδιόγραφη διαθήκη του, κατέλιπε, μεταξύ άλλων, ως κληρονομία τα 6/16 της περιουσίας του στον αδελφό του και πατέρα της αιτούσης Ε.Μ., ως προς το ήμισυ δε του μεριδίου αυτού συνέστησε καταπίστευμα υπέρ της αναιρεσειούσης υπό την αίρεση της ενηλικιώσεώς της. Μετά ταύτα, ο εν λόγω κληρονόμος κατέβαλε φόρο κληρονομίας για την περιελθούσα σ' αυτόν κληρονομιαία περιουσία επί τη βάσει της αξίας της πλήρους κυριότητος των στοιχείων της, ακόμη και εκείνων που συνιστούσαν αντικείμενο του ως άνω καταπιστεύματος και ως προς τα οποία, ως βεβαρημένος, υπείχε φορολογική υποχρέωση μόνον επί της αξίας της επικαρπίας των. Το 1983, οπότε ενηλικιώθηκε, - και αφού, εν τω μεταξύ, είχε αποβιώσει (1981) ο πατέρας της - η αναιρεσείουσα υπέβαλε δήλωση φόρου κληρονομίας για την επαγωγή σ' αυτήν του κατά τ' ανωτέρω καταπιστεύματος, εν συνεχεία όμως ανεκάλεσε την εν λόγω δήλωσή της ισχυριζομένη ότι διά της καταβολής από τον βεβαρημένο με το καταπίστευμα πατέρα της φόρου κληρονομίας για την πλήρη κυριότητα των στοιχείων του καταπιστεύματος είχε αποσβεσθή η αντίστοιχη δική της φορολογική υποχρέωση. Υπό τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι νομίμως δεν έγινε δεκτή από τη φορολογική αρχή η ως άνω ανάκληση της δηλώσεως της αναιρεσειούσης, εφ' όσον η φορολόγηση του πατέρα της επί τη βάσει της αξίας της πλήρους κυριότητος των στοιχείων του καταπιστεύματος δεν επιδρούσε πάντως επί της ιδικής της αυτοτελούς φορολογικής υποχρεώσεως ως καταπιστευματοδόχου. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι, σύμφωνα με όσα εξετέθησαν στην προηγούμενη σκέψη, νόμη ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος ήδη λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον η αναιρεσείουσα υποστηρίζη, ειδικώτερα, ότι κατά την έννοια των προμνημονευθεισών διατάξεων του Ν. 1641/1919 η άμεση, άμα τη επαγωγή της κληρονομίας υπαγωγή σε φόρο, επ' ονόματι του βεβαρημένου, της πλήρους κυριότητος των στοιχείων του καταπιστεύματος επάγεται απόσβεση της φορολογικής υποχρεώσεως του καταπιστευματοδόχου και ότι, συνεπώς, αποσβεσθείσης εν προκειμένω της ως καταπιστευματοδόχου φορολογικής της υποχρεώσεως, δεν ώφειλε φόρο για τα στοιχεία του συσταθέντος καταπιστεύματος παρά ως κληρονόμος του βεβαρημένου πατέρα της, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

4. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι αναιρετέα λόγω του ότι δεν προσδιορίζει επακριβώς, μεταξύ του Ν. 1641/1919 και του Ν.Δ.

118/1973, ποιό από τα νομοθετήματα αυτά εθεώρησε εφαρμοστέο, με συνέπεια να μην μπορεί να διαγνωσθεί κατά πόσον πράγματι εφαρμόσθηκαν οι διέπουσες, κατά την αιτούσα, την επίδικη περίπτωση διατάξεις του πρώτου ως άνω νόμου. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος, ως αλυσιτελής, διότι, ανεξαρτήτως της χορηγηθείσης με το δεύτερο των ως άνω νομοθετημάτων δυνατότητος στον ψιλό κύριο να ζητήσει την άμεση φορολόγησή του (ρύθμιση που δεν επηρεάζει την παρούσα υπόθεση, εφ' όσον ούτε προβάλλεται ούτε προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα έκανε χρήση της ανωτέρω δυνατότητος), το κρίσιμο, πάντως, εν προκειμένω ζήτημα της αυτοτελείας των υποχρεώσεων βεβαρημένου και καταπιστευματοδόχου και της συνακόλουθης έλλειψης δυνατότητος να συνυπολογισθούν οι επί πλέον καταβολές του πρώτου στις υποχρεώσεις του δευτέρου, ρυθμίζεται ταυτοσήμως στα δύο νομοθετήματα.

5. Επειδή, προβάλλεται, τέλος, ότι το δικαστήριο κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου εθεώρησε ότι η φορολογική υποχρέωση της αιτούσης εγεννήθη κατά την ενηλικίωσή της οπότε επήχθη προς αυτήν το ως άνω καταπίστευμα, και όχι κατά το χρόνο του θανάτου του πατέρας της και εκ της κληρονομίας εκείνου. Και ο

λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Διότι το δικαστήριο, κατ' εκτίμηση της προμνημονευθείσης ιδιογράφου διαθήκης του συστήσαντος το επίδικο καταπίστευμα θείου της αιτούσης, εδέχθη ότι το εν λόγω καταπίστευμα επήχθη προς την αναιρεσείουσα άμα τη ενηλικώσει της και ότι, συνεπώς, ο χρόνος αυτός ήταν, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, κρίσιμος για τη γέννηση της επίδικης φορολογικής της υποχρεώσεως, δεν προβάλλεται δε με την κρινόμενη αίτηση, κάποια συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια της αιτιολογίας αυτής της προσβαλλομένης αποφάσεως.

6. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινομένη αίτηση αποβαίνει απορριπτέα στο σύνολό της.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Κ α ι

Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται σε δέκα τέσσερις χιλιάδες (14.000) δραχμές.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Μαϊου και στις 21 Δεκεμβρίου 1992 και στις 9 Ιουνίου 1993. Και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Μαϊου 1994.

--------------------------------------------------------------------------------

Πρόεδρος: Κουτνατζής Γεώργιος

Εισηγητές: Γράβαρης Ιωάννης

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Παιδια μηπως ξερει κανεις ,ο υιος της συζυγου απο αλλο γαμο,τι βαθμο συγγενειας εχει με τον συζυγο?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0
επισκέπτη Επισκέπτης

Παιδια μηπως ξερει κανεις ,ο υιος της συζυγου απο αλλο γαμο,τι βαθμο συγγενειας εχει με τον συζυγο?

Δεν είναι συγγενείς αλλά ανήκει στη β' κατηγορία ως τέκνο από προηγούμενο γάμο της συζύγου

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 0

Δεν είναι συγγενείς αλλά ανήκει στη β' κατηγορία ως τέκνο από προηγούμενο γάμο της συζύγου

Ξερεις τι ηθελα? ξερω οτι ειναι γενικα συγγενης εξ αγχιστεις για να γινω πιο συγκεκριμενος.

βασει του πιο κατω αποσπασματος, ο υιος της συζυγου, ειχε τον απαιτουμενο βαθμο συγγενειας ,ωστε να υπογραψη για να κλειστη ο μητριος του(συζυγος της μητερας του) στο ψυχιατρειο?

<Την ακούσια νοσηλεία του φερομένου στην αίτηση ως ασθενή, μπορούν να ζητήσουν ο σύζυγος

του ή συγγενής σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή συγγενής εκ πλαγίου μέχρι και τον δεύτερο

βαθμό ή όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του ή ο επίτροπος του δικαστικού

απαγορευμένου.>

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργήστε έναν λογαριασμό

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι εύκολο!

Εγγραφείτε για έναν νέο λογαριασμό

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Σύνδεση τώρα
  • Πλοηγούταν πρόσφατα   0 μέλη

    • Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένοι χρήστες που να βλέπουν αυτή τη σελίδα.
×
×
  • Δημιουργία νέου...